- σταχυοτρόφος
- στᾰχῠο-τρόφος, ον,A nourishing ears of corn, Orph.H.40.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταχυοτρόφος — και σταχυητρόφος, ον, Α αυτός που τρέφει τα στάχια, που δίνει ζωή στα σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Το συνδετικό φωνήεν η τού τ. σταχυητρόφος οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
σταχυοτρόφε — σταχυοτρόφος nourishing ears of corn masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυητρόφος — ον, Α βλ. σταχυοτρόφος … Dictionary of Greek